Βότανο - Definition. Was ist Βότανο
Diclib.com
Online-Wörterbuch

Was (wer) ist Βότανο - definition


Βότανο         
ΦΥΤΌ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΊ ΓΙΑ ΜΠΑΧΑΡΙΚΌ, ΤΡΟΦΉ, ΦΆΡΜΑΚΑ Ή ΆΡΩΜΑ
Βότανα
Τα βότανα είναι αυτοφυή φυτά, που αναπτύσσονται σε διάφορες άγονες ή και σε καλλιεργημένες περιοχές και τα οποία κατά διάφορα χρονικά διαστήματα οι γεωργοί και οι συλλέκτες βοτάνων τα μαζεύουν ή -όπως συνήθως λένε- τα «βοτανίζουν».
Φαρμακευτικά φυτά         
  • Το λιβάδι (Filipendula ulmaria), ανήκει στην οικογένεια των τριαντάφυλλων και, ως πολυετές, φτάνει σε ύψος έως και 200 ​​εκατοστά. Είναι ένα φαρμακευτικό φυτό, τα άνθη του οποίου λέγεται ότι περιέχουν αναλγητικά.
ΦΥΤΆ Ή ΠΑΡΆΓΩΓΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΎΝΤΑΙ ΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΊΑ ΣΕ ΑΝΘΡΏΠΟΥΣ Ή ΖΏΑ
Φαρμακευτικό φυτό
Με τον γενικό όρο φαρμακευτικά φυτά χαρακτηρίζονται όλα εκείνα τα φυτά που περιέχουν δραστικές ουσίες που κατά τη λήψη τους από ζώντες οργανισμούς παρουσιάζουν την ιδιότητα του φαρμάκου.
Μπακόπα του Μονιέ         
|synonyms = Bacopa monniera